τηλεαυτογράφημα

τηλεαυτογράφημα
το, Ν
τηλεγράφημα που μεταδίδεται με τηλεαυτογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telautogram < telauto- (< telautograph, βλ. τηλεαυτόγραφος) + -gram, που στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -γράφημα. Η λ., στον πληθ. τηλαυτογραφήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”